- αττέλαβος
- (attelabus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών, που ζουν σε όλες τις χώρες του πλανήτη μας, αλλά κυρίως στην Ευρώπη. Κατοικούν επάνω σε διάφορα φυτά. Το θηλυκό τυλίγει τα φύλλα τους σε μορφή τσιγάρου, για να αποθέσει εκεί τα αβγά του. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται και τσιγαράς. Τα κυριότερα είδη είναι ο α. ο λαμπρός, που προσβάλλει τα αμπέλια και τις βελανιδιές, και ο α. o κιοειδής, που έχει σώμα μαύρο και κοκκινωπά έλυτρα.
* * *ο (Α ἀττέλαβος, -λεβος)μικρό σκαθάρι του οποίου το θηλυκό περιτυλίγει σε σχήμα τσιγάρου τα φύλλα της βαλανιδιάς και του αμπελιού για ν' αποθέσει τα αβγά του, κν. τσιγαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. που άλλοι θεωρούν σημιτικής και άλλοι αιγυπτιακής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.